- ἐπαγκρούω
- ἐπαγκρούω,A v. ἐπανα-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επανακρούω — ἐπανακρούω και ποιητ. τ. έπαγκρούω (Α) [κρούω] 1. ανακρούω, σπρώχνω με τα κουπιά ένα πλοίο προς τα πίσω 2. μέσ. γυρίζω κάτι πίσω, τό επιστρέφω 3. αλλάζω γνώμη … Dictionary of Greek